Dictionary of Greek. 2013.
αναπλημμυρώ — ( έω) (Α ἀναπλημμυρῶ) (Ν και αναπλημμυρίζω) πλημμυρίζω εκ νέου, ξεχειλίζω, είμαι πλημμυρισμένος … Dictionary of Greek